2 Οκτ 2008

Κατάδυση

Η βάρκα των ναυτικών που ταξίδευε μαζί με τις γοργόνες και τα χρωματιστά παγόβουνα έφθασε κάποια στιγμή στον ανατολικό Ειρηνικό Ωκεανό, κοντά στα νησιά Γκαλαπάγκος. Σταμάτησαν στο σημείο εκείνο που υπάρχουν πολλά υπόγεια ηφαίστεια βαθιά κολλημένα στο φλοιό του ωκεανού. Τα ηφαίστεια αυτά εκρήγνυνται κάθε τόσο και τόννοι καυτής μάζας των 350 βαθμών Κελσίου, ξεπετάγονται πρός την επιφάνεια δημιουργώντας ζεστούς πίδακες νερού που στην επιφάνεια φτάνουν σαν ρουφήχτρες, τυφώνες, τσουνάμι και καταιγίδες.

Τα παγόβουνα ανασυντάχτηκαν και έβαλαν τη βάρκα των ναυτικών στη μέση, μαζί με όλα τα ζώα, ψάρια, πουλιά που είχαν συγκεντρώσει. Οι άνθρωποι ήταν σε νάρκη. Τα παγόβουνα ενώθηκαν και τους κατάπιαν. Εγιναν ένας πελώριος πάγος που κολυμπούσε γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα. Πρός τις ρουφήχτρες.

Μέσα στον πάγο οι Αϋλοι είχαν στρωθεί στη δουλειά. Εβαλαν το γήινο φορτίο τους μέσα σε ειδικές προστατευτικές σφαίρες φτιαγμένες απο ενεργειακό υλικό, σφαίρες που τους προστάτευαν απο τις μεγάλες θερμοκρασίες. Γρήγορα θα τους άλλαζαν τη σύσταση στο DNA τους. Μέσα σε ανθρώπινα δευτερόλεπτα οι άϋλοι ήδη είχαν στη μνήμη των συνειδήσεών τους το ιστορικό του κάθε ανθρώπου, απο πλευράς, υγείας, διάννοιας, επιτευγμάτων, οικογενειακής κατάστασης, συναισθημάτων και προσδοκιών, το ιστορικό της κάθε φάλανας, του κάθε ψαριού, του όποιου γλάρου. Η ενέργεια των πρώην κατοίκων της Alluvial τους τύλιξε σαν τα πέταλα της παπαρούνας. Η μνήμη τους έσβησε, το DNA τους ξανα-γράφτηκε, η προδιάθεση για ασθένειες και θα θάνατο, διαγράφτηκε. Οι κάτοικοι του πλανήτη Γ-ηR ήταν έτοιμοι να συμβιώσουν με πλάσματα, σε έναν άλλο κόσμο.

Πρός τις ρουφήχτρες, γρήγορα!


1 Οκτ 2008

Μεταλλάξεις

Οι αϋλοι ζούσαν και ευημερούσαν στο εσωτερικό της Γής. Και οι άνθρωποι στην επιφάνεια.
Οι δύο κόσμοι - θα έλεγε ένας αδαής - αδύνατον να συναντηθούν ποτέ, ο πρώτος γιατί δεν μπορούσε να επιβιώσει στο ψυχρό περιβάλλον ο δεύτερος γιατί δεν γνώριζε την ύπαρξη του πρώτου!. Ο ανθρωπινος νούς τείνει να αγνοεί ό,τι δεν κατανοεί.

Η ενεργειακή οντότητα επιλέγει τη μορφή που θελει να πάρει.

Ο κάθε άϋλος παίρνει το σχήμα, το χρώμα και τη κίνηση του πλάσματος που επιλέγει να αντιγράψει έτσι ώστε όταν ταξιδεύει πρός την επιφάνεια του πλανήτη Γ-ηR να επιβιώνει και να μην ξεχωρίζει απο τα πλάσματα που τον περιβάλλουν. Θα μπορούσε να γίνει άνθρωπος ντυμένοι στα μαύρα ή στα άσπρα, ζώο, βουνό, τοπίο, σύννεφα ή κτίριο. Το σχήμα είναι αδιάφορο. Σημασία είχε η επίτευξη του στόχου. Η μορφή πρέπει να είναι σαρωτική αλλά να μη προκαλεί αντίσταση.

Η εμφάνιση που τους άρεσε να παίρνουν, είναι αυτή των παγόβουνων, απο την απόλυτη φλόγα, στον τελειωτικό πάγο - ήταν η ύστατη πρόκληση και η ιδανική "στάχτη στα μάτια" ώστε να κινούνται ανάμεσά μας χωρίς ποτέ να βρίσκουν την παραμικρή αντίσταση. Οι κάτοικοι της επιφάνειας μάχονταν μεταξύ τους, έπαιρναν τη πνοή όλων των πλασμάτων γύρω τους, συχνά έχαναν και τη δική τους πνοή, ποτέ όμως δεν επετέθηκαν στους παγωμένους ογκόλιθους των πόλων που αργοσάλευαν. Η στις βραχονησίδες, στους υφάλους και στα βράχια της κάθε παραλίας. Ισως να πίστευαν ότι τα παγόβουνα και τα βράχια είναι όλα ίδια. Αν πάλι κάποιοι έλεγαν ότι δεν είναι και ότι κινούνται αυτοβούλως, είναι χρωματιστά, ηχηρά και που ταϊζουν τους πεινασμένους, θα τους περνούσαν για ανισόρροπους δίχως άλλο και θα τους απομάκρυναν. Οι άϋλοι παίρνοντας τη μορφή των παγόβουνων ήταν ασφαλείς. Κυριαρχούσαν και κυβερνούσαν χωρίς να γίνονται αντιληπτοί.

Γιατί όμως;

16 Αυγ 2008

Οι Αϋλοι

Ο γιγάντιος μετεωρίτης 676XC εμφανίσθηκε μέσα σε λίγα λεπτά και προσέκρουσε στον πλανήτη Alluvial. Κατά την εκκωφαντική έκρηξη που ακολούθησε, η μάζα διασπάσθηκε σε 100άδες σωματίδια που σκορπίστηκαν μετά απο χιλιάδες μικροεκρήξεις σε όλες τις μεριές του διάστήματος. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο πλανήτης Alluvial έπαψε να υπάρχει. Η σκόνη του δεσμεύτηκε στην ουρά του 676XC και προσδεθηκε εκεί για πάντα.

Ο Alluvial, ένας πλανήτης γεμάτος ζωή παλιά, σταδιακά όμως ερημωθηκε. Οι κάτοικοί του, οι Αϋλοι, είχαν όλοι επαναπατρισθεί. Πολλά χρόνια πρίν, οι αστρονόμοι όχι μόνον είχαν προβλέψει την εμφάνιση του μετεωρίτη αλλά και προσδιορίσει τη χρονική στιγμή της σύγκρουσης. Πολλές χιλιάδες έτη πρίν της καταστροφής, οι επιστήμονες είχαν ξεκινήσει την έρευνα και ανίχνευση νέων κοντινών ή μακρυνών πλανητών που οι συνθήκες ζωής τους να ταιριάζουν με τις δικές τους για αναγκαστικό επαναπατρισμό.

Εκατοντάδες αστρόπλοια κατασκευάστηκαν, για να ερευνήσουν κάθε σπιθαμή του στερεώματος, να δώσουν στοιχεία σε περίπτωση που εντοπίσουν κάποιον πλανήτη κατάλληλο για τους Αϋλους, να προσγειωθούν, να τον καταλάβουν, να ιδρύσουν αποικίες και να ζήσουν.

Τα πρώτα αστρόπλοια πλησίασαν τα κοντινώτερα αστέρια, το δικό μας ηλιακό σύστημα ήταν ένα απο αυτά. Ο ήλιος ώς πηγή ζωής και θερμότητας τους γοήτευσε, ξεκίνησαν απο τους κοντινώτερους πρός αυτόν πλανήτες, το πρώτο τον ονόμασαν Α.φR, τον Β.εR και τον Γ.ηR και ούτω καθεξής. Ο Γ.ηR είχε τις πιο κατάλληλες συνθήκες για τους Αϋλους. Ολη η επιφάνεια αυτού του πλανήτη ήταν ένας φλογισμένος πυρήνας, με θερμοκρασίες υψηλές όσο του ηλίου ή ακόμη υψηλώτερες. Γιατί οι Αϋλοι ζούσαν μέσα σε ενεργειακά υψηλά πεδία, όσο υψηλώτερη η θερμοκρασία τόσο πιο εύρωστη ήταν η ζωή τους. Οπως τα ψάρια ζούν άνετα μέσα στο νερό, έτσι και εκείνοι ζούσαν άνετα μέσα στη φωτιά. Οι ειδήσεις για την ανεύρεση του ιδανικού πλανήτη ταξίδεψαν απο αστρόπλοιο σε αστρόπλοιο και οι μισοί σχεδόν κάτοικοι της Alluvial, προσγειώθηκαν στον πλανήτη Γ.ηR και εγκατεστάθησαν.

Εχτισαν την Alluvial~R και προσάρμοσαν τις ζωές τους στο νέο αυτό πλανήτη. Δυστυχώς όμως μετά απο μερικές εκατοντάδες έτη φωτός, ο νέος πλανήτης άρχισε να ψυχραίνεται. Αργά μεν, αλλά σταθερά, οι θερμοκρασίες άρχισαν να πέφτουν. Οι Αϋλοι άρχισαν να παγώνουν, το ενεργειακό τους πεδίο να συρρικνώνεται, οι ίδιοι να παίρνουν όγκο, μάζα και να διαλύονται. Τότε οι επιστήμονες βάλθηκαν να εξερευνήσουν τα ενδότερα αυτού του πλανήτη και βρήκαν ότι κάτω απο το φλοιό της συνεχώς αυξανόμενης ψυχρότητας, ζέστη κυριαρχούσε, που αυξανόταν ως τον πυρήνα. Ετσι για μία ακόμη φορά, μετανάστευσαν απο την επιφάνεια πρός το κέντρο του πλανήτη Γ.ηR, όσο πιο βαθιά μπορούσαν κοντά στον πυρήνα, αφήνοντας την επιφάνεια σαν ψυχρό πεδίο άλλης ζωής πρός εξέλιξη.


Στον πυρήνα έκτισαν τη δικιά τους χώρα, τις πόλεις τους, τις ζωές τους μέσα στο δικό τους χωρο-χρόνο που ήταν αιώνιος και αντίστροφος απο τον δικό μας. Ποτέ όμως δεν ξεχνούσαν την επιφάνεια του πλανήτη που όχι μόνο είχε ψυχρανθεί σε τρομερό βαθμό, αλλά είχε αλλάξει και υπόσταση απο το όμορφο πύρινο πορτοκαλί, είχε γίνει υγρό μπλέ-γαλάζιο. Πλάσματα ζούσαν στην παγωμένη επιφάνεια, διαφόρων σχημάτων, μεγεθών και χρωμάτων. Ο φιλόξενος πλανήτης τους ο Γ.ηR είχε δύο διαφορετικούς κόσμους, στα σπλάχνα και στην επιφάνειά του.
One world is never enough

5 Αυγ 2008

Το κανάλι των παραισθήσεων

Το ταξείδι των ζωντανών πάγων συνεχίστηκε για μέρες. Πότε αργά, πότε γρήγορα κολυμπούσαν σε απλωτό σχηματισμό πρός μία κατευθυνση, ΝΔ. Πότε σταμάταγαν και συνέλλεγαν ευρήματα απο τον ουρανό όπως πουλιά, πούπουλα, βροχή, σταγόνες, πότε απο το βυθό, ψάρια, κήτη, φύκια, όλα ζωντανά τα αιχμαλώτιζαν και τα έσερναν μαζί τους μαζί με τη βάρκα των ανθρώπων. Τα πλάσματα πιασμένα απο αόρατα δίχτυα, πειθήνια ακολουθούσαν ψιθυρίζοντας, οι φάλαινες τραγουδώντας, τα δελφίνια χοροπηδώντας. Δεν πάλευαν να ξεφύγουν, χαίρονταν που επιλέχθησαν.

Οι ναυτικοί ζούσαν σαν σε μέθη. Τις πρώτες μέρες ξύπναγαν μόνο για να φάνε και να πιούν. Τα παγόβουνα φρόντιζαν για τη διατροφή τους, ψητά κοτόπουλα ονειρευόταν ο Μπόμπ, πασαλειμμένα με καυτερή σάλτσα, ερχόταν το κίτρινο παγόβουνο και του τα παρουσίαζε αμέσως. Ο Λήο ο Γιαπωνέζος ήθελε πάντα φρέσκο ψάρι, τυλιγμένο σε σούσι κομμάτια μαζί με ρύζι. Και το μπλέ παγόβουνο φρόντιζε για τα γούστα του. Ο Χασάν ήθελε πίτες με αρνίσιο γύρο και μυρωδάτες σαλάτες με ψιλοκομμένο βασιλικό και μαϊντανό, τα χρωματιστά παγόβουνα φρόντιζαν για όλους.
Τους χτένισαν, τους έπλυναν, τους αρωμάτισαν, τους έντυσαν με νέα ρούχα, τους φασάρεψαν σαν χέρια αγαπημένης μάνας. Η κούραση, το ταξείδι με το καράβι, η αγωνία της καταστροφής ξεχάστηκαν και οι φίλοι μας ακούμπησαν τα κεφάλια τους στην αγκαλιά της γοργόνας. Τις νύχτες το κάθε παγόβουνο μεταμορφωνόταν σε γοργόνα, την πράσινη, τη μώβ, τη κίτρινη, την μπλέ, την κόκκινη, τη ρόζ και την χρυσαφιά. Μοιάζαν με γοργόνες τα πλάσματα αυτά παρόλλο που οταν τα άγγιζαν τα χέρια τους περνούσαν μέσα απο τα σώματα, λές και δεν είχαν σάρκα και κόκκαλα. Ο,τι όμως και να ήταν, τους πρόσεχαν σαν τις ιδανικώτερες ερωμένες.
Και η ζωή τους σαν σε παραμύθι..τους οδηγούσε σε έναν άλλο κόσμο. Σε μία un-reality μέσα στη γήίνη υπόσταση και πραγματικότητά τους

4 Αυγ 2008

Οι ζωντανοί πάγοι

Μία βάρκα με 5 ναυτικούς ήταν ότι απέμεινε απο το ναυάγιο του φορτηγού, που βυθίστηκε στο ύψος της Ισλανδίας. Τα κύματα την παράσερναν και τη πέταγαν σαν καρυδότσουφλο, μανιασμένα προσπαθούσαν να τη συνθλίψουν και να καταπιούν ολόκληρα τα εξουθενωμένα ανθρώπινα σώματα. Αγώνας απόγνωσης για ώρες. Και μετά ήρθε η αυγή και η καταιγίδα κόπασε. Αποκαμωμένοι οι διασωθέντες, αφεθηκαν πάνω στις βρεμμένες σανίδες της λέμβου και άφησαν τον Υπνο να τους πάρει. Η τον Θάνατο.

Πέρασαν ώρες.
Ενας-ένας άρχισαν να ξυπνούν, σαν να δόθηκε ένα σύνθημα. Η θάλασσα μπροστά τους γαλήνια, ο ουρανός καταγάλανος και η άκατος ακίνητη. Ανασηκώθηκαν με κόπο απο τον πάτο που κείτονταντα μάτια τους έτσουζαν ή δεν άνοιγαν εύκολα, τα μέλη τους πονούσαν απαίσια. Σαν προσταγή μέσα στο κεφάλι τους ήρθε η εντολή να σηκωθούν και ανασηκώθηκαν. Εκπληκτοι διαπίστωσαν την ύπαρξη παγόβουνων γύρω τους. Μα πόσο βόρεια τους είχαν πετάξει τα κύματα; Για πότε φθάσανε στο Β. Πόλο;


Αρχισαν να τρίβουν τα πονεμένα τους μάτια, τα παγόβουνα ήταν άλλα ροδαλά, άλλα πράσινα, άλλα κίτρινα, μερικά ήταν τρίχρωμα, είχαν σχέδια επάνω τους κάτι σαν κύκλους, σαν ρόμβους που όλο και άλλαζαν σχήμα. Και όλο πλησίαζαν την άκατο που κάθονταν στα κυματάκια ακίνητη.

Οι ναυτικοί ήταν κουρασμένοι, όχι όμως και φαντασιόπληκτοι, έπεσαν αμέσως πάνω στα κουπιά, πήγαν να βάλουν τη μηχανή μπροστά για να φύγουν όσο πιο μακριά γινόταν απο αυτό που έβλεπαν μπροστά τους να ανοίγεται, κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά εδώ, τα παγόβουνα τους πλησίαζαν σαν να ήταν ζωντανά. Ηδη το ρόδινο έρριχνε επάνω τους τις αποχρώσεις του..να φύγουν και όπου τους βγάλει.
Επιασαν τα κουπιά, λές και είχαν κολλήσει τα χέρια τους, δεν κινούντο οι μύες, τα δάχτυλά τους κάτι έπαθαν, σαν παράλυση, η μηχανή δεν έπαιρνε εμπρός και τα χρώματα των πάγων τους έλουζαν, μώβ, κίτρινο, πράσινο, βυσσινί, μπλέ, μαύρο, τυρκουάζ, ρόζ, κόκκινο... όλο και πιο κοντά, πιο κοντά. Πλησίαζαν όλοένα μέχρι που αν άπλωνες το χέρι θα τα άγγιζες.

Ο Μπόμπ ήταν ο πρώτος που άγγιξε το πράσινο παγόβουνο, απο περιέργεια και δίψα. Το χέρι του πέρασε μέσα απο τον συμπαγή όγκο του υποτιθέμενου βράχου και επέστρεψε στον ιδιοκτήτη του μουσκεμένο απο γάργαρο νερό. Το έγλειψε με απληστία. Γρήγορα και οι άλλοι ακολούθησαν το παράδειγμά του, δίψαγαν τόσο, μα τόσο πολύ. Κομματάκια πράσινου πάγου άρχισαν να πέφτουν μέσα στη βάρκα, ίδιες ρώγες σταφυλιού, τις έβαλαν στο στόμα τους οι διψασμένοι και άμεσα ηρέμησαν. Σαν να χόρτασαν κιόλας. Το νερό αυτό είχε γεύση φρέσκιας σαλάτας. Ξάπλωσαν λίγο στη βάρκα τους και αποκοιμήθηκαν.
Τα παγόβουνα έδεσαν τη βάρκα και τους κοιμισμένους ναυαγούς με κρυστάλλινα, διαφανή δεσμά, την έζεψαν πίσω απο το πράσινο βράχο και ξεκίνησαν για τον τόπο τους.

Η βάρκα και οι άνθρωποι ήταν το λάφυρο του ταξειδιού