Ηρθαν στο νού του οι μυρωδιές, εκείνες του αντισηπτικού και του ιδρώτα. Μετά οι ήχοι, εργαλεία που χτυπουσαν μεταξύ τους, ρόδες που κυλούσαν, λέξεις, φράσεις "μισοξυπνάει, έλα, έλα κύριε Duffin, το ξέρουμε ότι συνέρχεσαι", πεταρίζουν τα μάτια του, αλλά μένουν κλειστά. Υπάρχει και κάτι άλλο..δίπλα του, μέσα στα βλέφαρά του. Ενα άλλο σώμα, μιά αύρα κρυστάλλινη, ένα χαμόγελο. Τον ταρακουνάνε, του δίνουν μπατσάκια, κάτι κρύο πέφτει επάνω του, δροσίζεται το μέτωπό του.. "Ξύπνα", "Ξύπνα"..τώρα ακούγονται τρομαγμένοι.. Αφήστε με θέλει να πεί..πάει να βυθιστεί, θέλει να αισθανθεί εκείνη τη κρυστάλλινη αύρα. Τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα. Ολική επαναφορά στη πραγματικότητα. Οι γιατροί ζητωκραυγάζουν. Η εγχείρηση πέτυχε και ο ασθενής ξύπνησε.
Δεύτερη εβδομάδα
Βγήκε απο την εντατική και πήγε σε θάλαμο ασθενών. Κάθεται ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Είναι ήρεμος αν και ανήσυχος. Σωληνάκια βγαίνουν απο παντού, όλες οι ανάγκες του κρυμμένες μέσα τους. Τον ταϊζουν κάτι ενδιαφέρον και γευστικό. Α! Εδώ έχει ωραίο φαγητό το ξενοδοχείο/νοσοκομείο. Τον έχουν φασκιώσει απο το λαιμό και κάτω. Κοιμάται συχνά αν και προσπαθούν να τον κρατάνε ξύπνιο. Συγγενείς-φίλοι μπαινοβγαίνουν. Παίζει το ρόλο του άψογα. Οταν φεύγουν όλοι κλείνει τα μάτια και αφουγκράζεται..τη γυναίκα μέσα του.
Τη καταλαβε όταν ήταν στην εντατική, κατάλαβε δλδ ότι το σώμα του το είχε καταλάβει άλλο ένα άτομο, μία χαμογελαστή νεαρή κοπέλλα που οδηγούσε γρήγορα ένα σπόρ αυτοκίνητο. Σαν να ήταν μέσα της, ανέπνεε το άρωμά της, άφηνε τα χέρια του πάνω στους ώμους της, ήθελε να τη πιάσει απο τη μέση, η ζώνη ασφαλείας όμως τον εμπόδιζε. Εκείνη οδηγούσε και εκείνος ήταν συνοδηγός..μόνο που δεν τον έβλεπε, θεωρούσε ότι ήταν μόνη. Παρέα με τη ταχύτητα και τον άνεμο..όλο και πιο γρήγορα. Το ονειρο κοβόταν απότομα όταν ντεραπάριζε το αμάξι σε μία στροφή και έπεφτε στο κενό. Τότε ξύπναγε.
Σιγά-σιγά άρχισε να βλέπει κομμάτια απο τη ζωή της κοπέλλας, την οικογένειά της, το σπίτι τους. Ηταν παντρεμένη ή ζούσε με κάποιον που εξέτρεφε άλογα. Είχαν μία φάρμα κάπου, εκείνος με τ' αλογά του, εκείνη με το γραφείο της μέσα στο χώρο, κρατώντας τα λογιστικά βιβλία, μιλώντας με τους πελάτες.. Φαινόταν ευτυχισμένη, ιδιαίτερα όταν οδηγούσε το γρήγορο αυτοκίνητό της.. Τη παρακολουθούσε βήμα-βήμα εισπνέοντας όλη τη ζωή της, σα να είχε τεράστιο σύνδεσμο μαζί της. Δεν καταλάβαινε το σύνδεσμο, απλά γέμιζε ευτυχία όταν την αισθανόταν μέσα του.
Τρίτη εβδομάδα
Είχε γυρίσει σπίτι. Οχι στο δικό του, γιατί έμενε μόνος μετά το χωρισμό απο τη γυναίκα του, στους γονείς του τον πήγαν γιατί χρειαζόταν φροντίδα. Είχε κάνει μεταμόσχευση καρδιάς. Κάποια στιγμή, όταν θα καλυτέρευε η υγεία του, θα επέστρεφε σπίτι του.. ως τότε όμως..ακολουθούσε τις οδηγίες των γιατρών και αφουγκραζόταν τη κοπέλλα που την έλεγαν Dorrit (παράξενο να ακούει αυτό το όνομα - ήταν το αγαπημένο παραμύθι της κόρης του όντας στο Δημοτικό " Η μικρή Ντόριτ" του Ντίκενς) μέσα του. Δεν τη παρακολουθούσε πιά, τον παρακολουθούσε εκείνη. Την αισθανόταν δίπλα του να τον πηγαίνει βήμα-βήμα, να βλέπει το παρελθόν του, να στεκεται στο πλάϊ του, να τον στηρίζει και να τον κυττάει με στοργή. Διαισθανόταν ότι είχε δύο ανθρώπους μέσα του, εκείνον και τη Dorrit. Τη δική του, μικρή Dorrit. Δεν ήταν μόνος πιά.
Ρώτησε και έμαθε μερικά πράγματα, τόσο για την εγχείριση, όσο και για το δότη. Ηταν τυχερός, του είπαν, που βρέθηκε μία καρδιά τόσο συμβατή με τη δική του. Ανήκε σε μία κοπέλλα που πέθανε ακαριαία σε τροχαίο. Μία νέα γυναίκα, μητέρα ενός 4χρονου παιδιού. Τραγωδια για την οικογένειά της, σωτηρία για εκείνον.
Δεν μπόρεσε όμως να πεί σε κανέναν ότι η Ντόριτ μπήκε μέσα του απο δικού της όταν μεταμοσχεύθηκε η καρδιά της στο σώμα του. Του άνοιξε τον εαυτό της, της άνοιξε τον εαυτό του γιατί μαζί πλέον θα πορεύονταν στη ζωή. Η καρδιά της, δική του ευθυνη και υποχρέωση να διατηρεί. Η ύπαρξή του, δική της ευθύνη να προστατεύει, η καρδιά τους δική τους υποχρέωση να μοιράζονται και ν' αγαπούν.
Την αγάπησε τη Ντόριτ ως τα βάθη της ύπαρξής του και τον αγάπησε κι εκείνη.
Δεύτερη εβδομάδα
Βγήκε απο την εντατική και πήγε σε θάλαμο ασθενών. Κάθεται ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Είναι ήρεμος αν και ανήσυχος. Σωληνάκια βγαίνουν απο παντού, όλες οι ανάγκες του κρυμμένες μέσα τους. Τον ταϊζουν κάτι ενδιαφέρον και γευστικό. Α! Εδώ έχει ωραίο φαγητό το ξενοδοχείο/νοσοκομείο. Τον έχουν φασκιώσει απο το λαιμό και κάτω. Κοιμάται συχνά αν και προσπαθούν να τον κρατάνε ξύπνιο. Συγγενείς-φίλοι μπαινοβγαίνουν. Παίζει το ρόλο του άψογα. Οταν φεύγουν όλοι κλείνει τα μάτια και αφουγκράζεται..τη γυναίκα μέσα του.
Τη καταλαβε όταν ήταν στην εντατική, κατάλαβε δλδ ότι το σώμα του το είχε καταλάβει άλλο ένα άτομο, μία χαμογελαστή νεαρή κοπέλλα που οδηγούσε γρήγορα ένα σπόρ αυτοκίνητο. Σαν να ήταν μέσα της, ανέπνεε το άρωμά της, άφηνε τα χέρια του πάνω στους ώμους της, ήθελε να τη πιάσει απο τη μέση, η ζώνη ασφαλείας όμως τον εμπόδιζε. Εκείνη οδηγούσε και εκείνος ήταν συνοδηγός..μόνο που δεν τον έβλεπε, θεωρούσε ότι ήταν μόνη. Παρέα με τη ταχύτητα και τον άνεμο..όλο και πιο γρήγορα. Το ονειρο κοβόταν απότομα όταν ντεραπάριζε το αμάξι σε μία στροφή και έπεφτε στο κενό. Τότε ξύπναγε.
Σιγά-σιγά άρχισε να βλέπει κομμάτια απο τη ζωή της κοπέλλας, την οικογένειά της, το σπίτι τους. Ηταν παντρεμένη ή ζούσε με κάποιον που εξέτρεφε άλογα. Είχαν μία φάρμα κάπου, εκείνος με τ' αλογά του, εκείνη με το γραφείο της μέσα στο χώρο, κρατώντας τα λογιστικά βιβλία, μιλώντας με τους πελάτες.. Φαινόταν ευτυχισμένη, ιδιαίτερα όταν οδηγούσε το γρήγορο αυτοκίνητό της.. Τη παρακολουθούσε βήμα-βήμα εισπνέοντας όλη τη ζωή της, σα να είχε τεράστιο σύνδεσμο μαζί της. Δεν καταλάβαινε το σύνδεσμο, απλά γέμιζε ευτυχία όταν την αισθανόταν μέσα του.
Τρίτη εβδομάδα
Είχε γυρίσει σπίτι. Οχι στο δικό του, γιατί έμενε μόνος μετά το χωρισμό απο τη γυναίκα του, στους γονείς του τον πήγαν γιατί χρειαζόταν φροντίδα. Είχε κάνει μεταμόσχευση καρδιάς. Κάποια στιγμή, όταν θα καλυτέρευε η υγεία του, θα επέστρεφε σπίτι του.. ως τότε όμως..ακολουθούσε τις οδηγίες των γιατρών και αφουγκραζόταν τη κοπέλλα που την έλεγαν Dorrit (παράξενο να ακούει αυτό το όνομα - ήταν το αγαπημένο παραμύθι της κόρης του όντας στο Δημοτικό " Η μικρή Ντόριτ" του Ντίκενς) μέσα του. Δεν τη παρακολουθούσε πιά, τον παρακολουθούσε εκείνη. Την αισθανόταν δίπλα του να τον πηγαίνει βήμα-βήμα, να βλέπει το παρελθόν του, να στεκεται στο πλάϊ του, να τον στηρίζει και να τον κυττάει με στοργή. Διαισθανόταν ότι είχε δύο ανθρώπους μέσα του, εκείνον και τη Dorrit. Τη δική του, μικρή Dorrit. Δεν ήταν μόνος πιά.
Ρώτησε και έμαθε μερικά πράγματα, τόσο για την εγχείριση, όσο και για το δότη. Ηταν τυχερός, του είπαν, που βρέθηκε μία καρδιά τόσο συμβατή με τη δική του. Ανήκε σε μία κοπέλλα που πέθανε ακαριαία σε τροχαίο. Μία νέα γυναίκα, μητέρα ενός 4χρονου παιδιού. Τραγωδια για την οικογένειά της, σωτηρία για εκείνον.
Δεν μπόρεσε όμως να πεί σε κανέναν ότι η Ντόριτ μπήκε μέσα του απο δικού της όταν μεταμοσχεύθηκε η καρδιά της στο σώμα του. Του άνοιξε τον εαυτό της, της άνοιξε τον εαυτό του γιατί μαζί πλέον θα πορεύονταν στη ζωή. Η καρδιά της, δική του ευθυνη και υποχρέωση να διατηρεί. Η ύπαρξή του, δική της ευθύνη να προστατεύει, η καρδιά τους δική τους υποχρέωση να μοιράζονται και ν' αγαπούν.
Την αγάπησε τη Ντόριτ ως τα βάθη της ύπαρξής του και τον αγάπησε κι εκείνη.
Οταν η υγεία του αποκαταστάθηκε πλήρως, ήρθε σε επαφή με την οικογένεια της Ντόριτ. Προσεκτικά και με τάκτ, στην αρχή, αργότερα τον προσκάλεσαν σπίτι τους, ο άνδρας της και το κοριτσάκι της. Υπήρχε μία οικειότητα, κάτι σαν άστρο να έλαμπε ανάμεσά τους. Αυτός ήξερε ότι ήταν η γυναίκα μέσα του, εκείνοι πάλι δεν το υποψιαζόντουσαν, όμως τον βρήκαν ευχάριστο, γελαστό, φίλο, έμπιστο, άνθρωπό τους. Ο άνδρας της του ζήτησε να μετακομίσει στα γραφεία της φάρμας, να κρατάει εκείνος τα βιβλία, φυσικά χωρίς να υπερβαίνει τα όρια της υγείας του. Ιατρική-νοσοκομειακή υποστήριξη θα υπήρχε άφθονη.
Δέχθηκε. Για χάρη της μικρής κορούλας της Ντόριτ. Για χάρη της Ντόριτ. Για χάρη της ζωής του.