17 Ιουν 2009

Αλλαγή πεδίου

Ο εκκωφαντικός θόρυβος ανατάραξε τη νάρκη των ναυτικών που άρχισαν να βγαίνουν απο τα πέπλα της νάρκης. Ο ήχος γινόταν δριμύτερος λεπτό-λεπτό σαν ένα δυσάρεστα δυνατό ξυπνητήρι. Αναδεύτηκαν και κύτταξαν ο ένας τον άλλο για να βεβαιωθούν ότι ήταν ακόμη μαζί, ζωντανοί, κάπου.
Ηταν ακόμη στη βάρκα διάσωσης.Δίπλα τους η θάλασσα, απο πάνω ο ουρανός
Η βάρκα όμως ακίνητη, κολλημένη στον πυθμένα. Είχαν προσαράξει. Σε ξηρά.

Σαν μισοπεθαμένα φαντάσματα, πετάχτηκαν επάνω αλλαλάζοντας "Επιτέλους Γη, γή" και όσο μπορούσαν, όσο τους κράταγαν τα μέλη τους πήδησαν έξω απο την άκατο και ξεχύθηκαν πάνω στην αμμουδιά..
μιά απέραντη όμορφη αμμούδα που πήγαινε όσο εκεί που έφτανε το ανθρώπινο μάτι,
μιά γαλήνια πράσινη αμμουδιά που το ήρεμο κίτρινο θαλασσόνερο της δρόσιζε τις άκρες.
Ενθουσιασμένοι είδαν να καθρεφτίζεται το πρόσωπό τους στους αστερίες του βυθού, απο πάνω γλυκός ο ασημένιος ήλιος της άνοιξης, δροσερό το αγεράκι.

Τρικλίζοντας βγήκαν έξω όλοι με γέλια και χαρά, τσιμπούσαν ο ένας τον άλλον, ότι, αυτά που βίωσαν περί παγόβουνων ήταν παιχνίδια της φαντασίας τους, ο τρόμος του ναυάγιου και οι κακουχίες τα είχαν φτιάξει, φρικτά παιχνίδια του μυαλού τους.

Η πράσινη παραλία έφθανε σε μία σειρα απο φοινικιές και άλλα φυτά με τεράστια κόκκινα φύλλα και πιο πίσω είδαν μπλέ χωράφια. Κάποιοι άνθρωποι καλλιεργούσαν με αγάπη την έφορη αυτή γή, φύτευαν, φρόντιζαν, μάζευαν τους καρπούς και πιο πίσω 1 μεγάλη καλύβα.

Πρός τα εκεί πήγαν όλοι τους όσο γρήγορα μπορούσαν γιατί ήσαν εξουθενωμένοι.
Ανοιξαν τη πόρτα και βρέθηκαν σε ένα οικείο περιβάλλον, στο τζάκι έτριζαν χαρούμενα κλαδιά ενώ η μαύρη φωτιά έκαιγε, στη μέση είχε ένα στρωμένο τραπέζι με πιάτα και μαχαιροπήρουνα ενώ στο φούρνο δίπλα φαινόταν έτοιμο το φαγητό. Ποτήρια με κρασί τους περίμεναν ενώ ένα παλιό ψυγείο δεξιά τους προσκαλούσε να το ανοίξουν για τα περαιτέρω. Δεν το έψαξαν ούτε αναρωτήθηκαν, τόσο πεινασμένοι που ήταν κάθισαν, σερβιρίστηκαν και άρχισαν να τρώνε με όρεξη. Ο κορεσμός ήρθε γρήγορα. Αντί για το τελευταίο τσιγάρο ήρθαν και τα ερωτηματικά.
Κατ' αρχήν τα διαφορετικά χρώματα ..πώς δλδ η άμμος ήταν πράσινη και το θαλασσόνερο κίτρινο, οι ζεστές φλόγες μαύρες και τα δένδρα μπλέ;
Πώς και βρέθηκε η καλύβα στη μέση του πουθενά και
Πώς είχε και ηλεκτρικό ρεύμα χωρίς πρίζες, διακόπτες, πυλώνες και καλώδια;
Πώς ψήνεται αυτό το φαγητό,
Απο πού ήρθε το άφθονο νερό; Δεν υπήρχαν βρύσες ή πηγάδια μόνο ντουλάπες με ρούχα, ανάκατα, ρούχα άλλων εποχών, κρινολίνα και δίκοχα καπέλα, ρωμαϊκές περικεφαλαίες και πανοπλίες, μαζί με κανονικά παντελόνια και γραβάτες..απίθανο το βάθος της ντουλάπας και ο όγκος των ρούχων..μά τι χωράει πιά αυτός ο χώρος;
Πιάνουν τους τοίχους και τα δάχτυλά τους περνάνε απο μέσα..είναι άύλοι σαν η ύλη να μην υφίσταται, να είναι μόνο φαντασία

Βγήκαν έξω, είδαν αγελάδες, γαϊδούρια ήρεμα να τρώνε διάφορα παρδαλά χορτάρια, φάλαινες περπατούσαν λίγο πιο κάτω και ένα κοπάδι ψαριών, καθισμένα σε παγκάκια διάβαζαν εφημερίδες.. και πιο πίσω ουρανοξύστες χωρίς θεμέλια σαν να πετούσαν αρκετά εκατοστά πάνω απο το έδαφος..ζαλίστηκαν. Σήκωσαν τα μάτια πρός τον ουρανό και τότε ΕΙΔΑΝ
Τεσσερα μεγάλα φεγγάρια στη σειρά τους χαμογελούσαν και πιό πέρα 3 μεγάλοι ήλιοι νωχελικά έκαναν τις περιστροφές τους..
Οι ναυτικοί κόντεψαν να χάσουν τα λογικά τους. Κάθισαν εκεί μπροστά αμίλητοι και ασάλευτοι. Οχι δεν βρισκόντουσαν στη Γή. Τουλάχιστον όχι στον κόσμο εκείνο που ήξεραν. Κάτι είχε συμβεί και είχαν αλλάξει πεδία.
Πρίν προλάβουν να ανταλλάξουν απορίες και απόψεις..είδαν τις σκιές να πλησιάζουν...ψηλές γκρίζες σκιές που ξεχώριζαν απο τον πλουμιστό κόσμο γύρω τους..πλησίαζαν. Ολο και πιο κοντά..πρός εκείνους..

2 σχόλια:

Giorgia_is_coming_to_town είπε...

Χαίρομαι που έδωσα αφορμή να μας το χαρίσεις και πάλι :)

Marina είπε...

Θα στο βάλω όλο..τουλάχιστον όσο έχω ήδη γράψει..χωρίς το Β' μέρος εκείνο των πολλαπλών κόσμων..