4 Αυγ 2008

Οι ζωντανοί πάγοι

Μία βάρκα με 5 ναυτικούς ήταν ότι απέμεινε απο το ναυάγιο του φορτηγού, που βυθίστηκε στο ύψος της Ισλανδίας. Τα κύματα την παράσερναν και τη πέταγαν σαν καρυδότσουφλο, μανιασμένα προσπαθούσαν να τη συνθλίψουν και να καταπιούν ολόκληρα τα εξουθενωμένα ανθρώπινα σώματα. Αγώνας απόγνωσης για ώρες. Και μετά ήρθε η αυγή και η καταιγίδα κόπασε. Αποκαμωμένοι οι διασωθέντες, αφεθηκαν πάνω στις βρεμμένες σανίδες της λέμβου και άφησαν τον Υπνο να τους πάρει. Η τον Θάνατο.

Πέρασαν ώρες.
Ενας-ένας άρχισαν να ξυπνούν, σαν να δόθηκε ένα σύνθημα. Η θάλασσα μπροστά τους γαλήνια, ο ουρανός καταγάλανος και η άκατος ακίνητη. Ανασηκώθηκαν με κόπο απο τον πάτο που κείτονταντα μάτια τους έτσουζαν ή δεν άνοιγαν εύκολα, τα μέλη τους πονούσαν απαίσια. Σαν προσταγή μέσα στο κεφάλι τους ήρθε η εντολή να σηκωθούν και ανασηκώθηκαν. Εκπληκτοι διαπίστωσαν την ύπαρξη παγόβουνων γύρω τους. Μα πόσο βόρεια τους είχαν πετάξει τα κύματα; Για πότε φθάσανε στο Β. Πόλο;


Αρχισαν να τρίβουν τα πονεμένα τους μάτια, τα παγόβουνα ήταν άλλα ροδαλά, άλλα πράσινα, άλλα κίτρινα, μερικά ήταν τρίχρωμα, είχαν σχέδια επάνω τους κάτι σαν κύκλους, σαν ρόμβους που όλο και άλλαζαν σχήμα. Και όλο πλησίαζαν την άκατο που κάθονταν στα κυματάκια ακίνητη.

Οι ναυτικοί ήταν κουρασμένοι, όχι όμως και φαντασιόπληκτοι, έπεσαν αμέσως πάνω στα κουπιά, πήγαν να βάλουν τη μηχανή μπροστά για να φύγουν όσο πιο μακριά γινόταν απο αυτό που έβλεπαν μπροστά τους να ανοίγεται, κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά εδώ, τα παγόβουνα τους πλησίαζαν σαν να ήταν ζωντανά. Ηδη το ρόδινο έρριχνε επάνω τους τις αποχρώσεις του..να φύγουν και όπου τους βγάλει.
Επιασαν τα κουπιά, λές και είχαν κολλήσει τα χέρια τους, δεν κινούντο οι μύες, τα δάχτυλά τους κάτι έπαθαν, σαν παράλυση, η μηχανή δεν έπαιρνε εμπρός και τα χρώματα των πάγων τους έλουζαν, μώβ, κίτρινο, πράσινο, βυσσινί, μπλέ, μαύρο, τυρκουάζ, ρόζ, κόκκινο... όλο και πιο κοντά, πιο κοντά. Πλησίαζαν όλοένα μέχρι που αν άπλωνες το χέρι θα τα άγγιζες.

Ο Μπόμπ ήταν ο πρώτος που άγγιξε το πράσινο παγόβουνο, απο περιέργεια και δίψα. Το χέρι του πέρασε μέσα απο τον συμπαγή όγκο του υποτιθέμενου βράχου και επέστρεψε στον ιδιοκτήτη του μουσκεμένο απο γάργαρο νερό. Το έγλειψε με απληστία. Γρήγορα και οι άλλοι ακολούθησαν το παράδειγμά του, δίψαγαν τόσο, μα τόσο πολύ. Κομματάκια πράσινου πάγου άρχισαν να πέφτουν μέσα στη βάρκα, ίδιες ρώγες σταφυλιού, τις έβαλαν στο στόμα τους οι διψασμένοι και άμεσα ηρέμησαν. Σαν να χόρτασαν κιόλας. Το νερό αυτό είχε γεύση φρέσκιας σαλάτας. Ξάπλωσαν λίγο στη βάρκα τους και αποκοιμήθηκαν.
Τα παγόβουνα έδεσαν τη βάρκα και τους κοιμισμένους ναυαγούς με κρυστάλλινα, διαφανή δεσμά, την έζεψαν πίσω απο το πράσινο βράχο και ξεκίνησαν για τον τόπο τους.

Η βάρκα και οι άνθρωποι ήταν το λάφυρο του ταξειδιού

7 σχόλια:

An-Lu είπε...

Εξαιρετικό!
Καλή Αρχή!

mistounou είπε...

Ναι, θα μπορούσε να είναι αλήθεια όλο αυτό...Καλή αρχή, εύχομαι κι εγώ, Μαρινάκι!

faraona είπε...

Καλη αρχη!
Καλοταξιδο!

πολυ ωραια ιστορια...

τα φιλια μου κι ευχαριστω για την προσκληση

Gianni είπε...

Καλή αρχή...

Emmanuel Manolas είπε...

Για να δούμε μέχρι πού θα φτάσουμε με το σκαρί αυτό...
Καλά λιμάνια!

Jason είπε...

Συγγραφικό ταλέντο διακρίνεται και δεν είναι και η πρώτη φορά...

Marina είπε...

Jason εσύ μου έδωσες την ιδέα με το ονειροπίστολο.